- ἀκαρεῖ
- ἀκαρήςtoo short to be cutmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)ἀκαρήςtoo short to be cutmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαρής — ἀκαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει) 2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος «ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244) «ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή,… … Dictionary of Greek
ՎԱՅՐ — (ի, աց, եւ ից եւ ուց.) NBH 2 0778 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c գ. τόπος locus, spatium եւ ὄπου ἑάν quocumque եւ այլն. Տեղի ո՛րպիսի եւ իցէ. եւ միջոց կամ ծագ տեղւոյ եւ ժամանակի, սահման. կողմն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)